- μεταχαλκεύω
- μεταχαλκεύω (ΑΜ)επεξεργάζομαι τον χαλκό και τού δίνω νέο σχήμα, μετασχηματίζω, ξαναχύνω τον χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταχάλκευσις — μεταχάλκευσις, ἡ (Α) [μεταχαλκεύω] επεξεργασία τού χαλκού σε νέο σχήμα … Dictionary of Greek